ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΤΟΥ 62 ΣΤΑ ΧΑΛΙΚΙΑ

Στά «Χαλικιά», κοντά στήν «Παναίτσα», είχαμε πάει με τον πατέρα μου να οργώσουμε και το χωράφι αυτό είχε βάτα. Για να μη σηκώσω εγώ τήν κόσσα καί τό ξινάρι πού ήσαντε βαριά, για να χτυπάω τα βάτα να τα βγάλω, πάει ο πατέρας μου και έκοβε τους θάμνους, εμένα μ’ έβαλε να μαζεύω τά κομμένα. Μάλιστα ο πατέρας μου είχε κάτι άλογα ξεφτέρια, να το πούμε, δηλαδή όταν λέω ξεφτέρια νογάω πολύ ξύπνια. ΄Οταν τα ξέζευε τ’ άλογα, τ’ απόλαγε (= τα άφηνε ελεύθερα) έτσι, για να πάνε να κυλιστούν. Δεν πήγαινε να τα πάρει, φώναζε: – Ψαρρή , έλα εδώ! Ντορή, έλα εδώ! Αλλά δεν τα ξεγελούσε, μόλις θα έρχονταν τ’ άλογα, θα τους έδινε ή ένα κομμάτι ψωμί, ή θα είχε το σακκούλι, όπου είχε τη βρόμη. Αυτά έρχονταν, τους έδινε όμως μια χαψιά (μπουκιά) να φάνε. Αυτά τον καταλάβαιναν και δεν πήγαινε ποτέ ο πατέρας μου να τα πάρει, εφόσον τα φώναζε κι έρχονταν. Αυτό τό κόλπο τού τόχε μάθει ο παππούλης μου ο Μπαρμπαντρέας μέ τόνομα, πού σύχναζε στό καφενείο τού Γιωρη-Σοφού κι έπινε καφέ, καμωμένο από τά χέρια τής Σπυρούλας.

Πήγαμε λοιπόν να οργώσουμε, ακολουθούσα εγώ γιά νά μάθω τή τέχνη, πήρα το αλέτρι,κάποια στιγμή πού είχε πάει ο πατέρας μου πρός νερού του, όπως στέκονταν στό περίμενε τ’ άλογα μπροστά.   Φωνάζω μέ χαρά: – Πατέρα κύττα!. Ο πατέρας μου με αντιλήφτηκε.-Ρέ κερατούκλη τί κάνεις εκεί! Πάς νά  σκοτωθείς;- Σταμάτα αμέσως.Τρέχει τότε μέ φθάνει καί μού σερβίρει μιά σφαλιάρα! ! ! – Θέ μου ποιός θά οργώνει άμα φύγω, αναρωτήθηκε, απελπισμένος(:θά πήγαινε μετανάστης στή Γερμανία)-Τούτο δώ είναι δέν είναι εφτά χρονώ!!. Και τότε, στα στερνά τα λόγια του, τά μάτια μου πιάσανε ένα δάκρυ  πού ενότισε τ’ ασπράδι του ματιού του ! ! ! Τότε καί γώ ,τό θυμάμαι σά νάναι τώρα, συγκινήθηκα κι ένοιωσα σύγκορμος  ολόρθες νά  αναδεύονται οι τρίχες τής κεφαλής μου.

΄Οταν πήγαμε σπίτι,πεθαμένοι από τήν κούραση και ξάπλωσα κάτω στό κιλίμι, γύριζα όπως γυρίζει το άλογο, και σύνεχιζα έτσι για νά ‘χω ανακούφιση. Δεν έβλεπα, τίποτα, εντελώς, πολύ [υπέφερα].

Αλλά νά τό πώ εδώ, ήταν πολύ μερακλής ο πατέρας μου. Όχι να παινέψω τον πατέρα μου, αλλά ήταν ένας νοικοκύρης καλός, δηλαδή  ήταν αγαπητός πολύ και είχε σειρά [= τάξη, πρόγραμμα]. Δεν είχε πολλά χωράφια, αυτά τα λίγα που υπήρχαν όμως τα δούλευε κι είχε κουμάντο. Και σου λέω, ό,τι ήθελε να φτειάξει, τό ‘κανε εποχιακά [= στην ώρα του]. Σήμερα ήθελε να ζυμώσει η μάννα μου, έλεγε α θα πάω να πάρω πουρνάρι. Έφερνε τα πουρνάρια, τά ‘κανε αγκαλιές, να το πούμε, μην πω δεμάτια, τά ‘δενε μ’ ένα σύρμα και τα τοποθετούσε έτσι. Κι όποτε ήθελε να ρίξει η μάννα μου το ψωμί στο φούρνο, τον έκαιγε το φούρνο και τα έπαιρνε τα πουρνάρια έτοιμα. Είχε σειρά καλή! 

    Αύγουστος 2010     Γιώργης Τζαβέλλας-Κάτου Κοπανάκι

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *