ΞΕΧΑΣΜΕΝΑ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ

21

Οκτ

Παλαιά ξεχασμένα επαγγέλματα του τόπου μας

Αναρτήθηκε από: ΚΡΕΣΦΟΝΤΗΣ στην ενότητα 


Τα παραδοσιακά επαγγέλματα αντανακλούν τις ιδιαίτερες κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες που διαμορφώθηκαν σε ένα ιστορικό πλαίσιο συνεχών και κομβικών αλλαγών, από το 19ο στον 20ό αιώνα στα χωριά μας. Μέσα στις τρομακτικές αλλαγές που έγιναν στον κόσμο και μέσα στους άπιαστους ρυθμούς της εποχής μας-που τρέχει για να φτάσει πού; ορισμένες οικείες μορφές και φωνές που μοιράζονταν τη ζωή μαζί μας εξαφανίστηκαν. Μικροεπαγγελματίες, δουλευτάδες, πωλητές που πλανιόνταν στις γειτονιές διαλαλώντας το εμπόρευμά τους χάθηκαν ανεπιστρεπτί. Και μπορεί η επινοητικότητα του ανθρώπου να αντικατέστησε την «παροχή υπηρεσιών» τους με κάτι άλλο, πιο σύγχρονο, δεν μπόρεσε όμως να αντικαταστήσει την επαφή μαζί τους, την ανθρώπινη ζεστασιά. Αυτοί οι μεροκαματιάρηδες, που δούλευαν στο εργαστήρι του χρόνου φέρνοντας έξω από την πόρτα μας αγαθά με ένα μόνιμο χαμόγελο και με τις χαρακτηριστικές τους φωνές, παραμένουν γραφικοί και ανεπανάληπτοι στη μνήμη μας. Τότε που τα αγαθά ήταν λιγοστά και τα περισσότερα αντικείμενα έπρεπε να επισκευάζονται και να ξαναχρησιμοποιούνται, υπήρχε μια εντελώς διαφορετική οικονομία και λογική στη χρήση αυτή. Ο γανωματής επιδιόρθωνε τα σκουριασμένα μαχαιροπίρουνα και τους πάτους των καζανιών, ο καρεκλάς τις ψάθινες καρέκλες, κι ο τσαγκάρης το μοναδικό ζευγάρι παπουτσιών, υπό τις απειλές και τις φοβέρες της μητέρας στο παλιόπαιδο που το είχε ξεπαστρέψει κλωτσώντας τενεκεδάκια κι άλλες αυτοσχέδιες μπάλες στις αλάνες. Τότε όλα ήταν αλλιώς. Υπήρχε αγάπη, όχι μόνο για το κάθε αντικείμενο, που αποτελούσε πολύτιμο απόκτημα για τον κάτοχό του, αλλά και για την ίδια την εργασία. Δεν ήταν ντροπή να είσαι αμαξάς. Κι ήθελε μπόλικη τέχνη και δεξιότητα, για να είσαι ο καλύτερος από τους λούστρους, ο τελειότερος, μες στο σινάφι. Κοινό σημείο, των τεχνιτών και των μαστόρων, μένει το καύχημα του χειροποίητου, η τρυφερότητα του χειρισμού της πρώτης ύλης, η άφθονη υπομονή, οι ατελείωτες εργατοώρες και η διαρκής επίγνωση του αξίζει τον κόπο, για κάτι, σήμερα, ανεπιστρεπτί χαμένο, για κάτι που έδωσε τη θέση του στο δεν αξίζει.

Ομπρελάς: Ο ομπρελάς ήταν ο τεχνίτης που επιδιόρθωνε τις ομπρέλες. O τελευταίος μάστορας ομπρελάς στο χωριό μας ήταν ο Μήτσος ο Σουφόγαμπρος.
Αγωγιάτης: Οι “αγωγιάτες”, είναι επάγγελμα που συναντάμε προπολεμικά στα χωριά μας. Λόγω των μεγάλων αποστάσεων μεταξύ των οικισμών, η μετακίνηση των ανθρώπων και η διακίνηση των προϊόντων με τα ζώα ήταν ο κυρίαρχος τρόπος μεταφοράς μέχρι τη δεκαετία του 1930. Είναι οι “πρόδρομοι” των ταξιτζήδων αυτοκινητιστών. Πραγματοποιούσαν επί πληρωμή ιδιωτικές μεταφορές εμπορευμάτων, διακινούσαν ταξιδιώτες, ιδιώτες, γιατρούς για επίσκεψη σε ασθενείς, κρατικούς λειτουργούς για την εκτέλεση υπηρεσίας. Κι αυτό μέχρι τη δεκαετία του ’30, που δεν υπήρχαν μεταφορικά μέσα, ενώ η έλλειψη δρόμων εμπόδιζε τις μεγάλες μετακινήσεις Η αμοιβή του “αγωγιάτη” ήταν σχετικά καλή για κείνα τα χρόνια, όμως η δουλειά ήταν δύσκολη και εξαντλητική.
Αλετράς: Κατασκεύαζε ξύλινα ή σιδερένια άροτρα για το όργωμα των χωραφιών. Ο Αντρέας Ρερές, ήταν ο πλέον εξαιρετικός αλετράς κι ο τελευταίος τεχνίτης αρότρων στο χωριό μας.
Πεταλωτής: Τα πέταλα ήταν κάτι σαν σιδερένια παπούτσια που τοποθετούσαν στις οπλές των αλόγων, για να μη φθαρούν και για να διατηρούν τα ζώα την ευστάθειά τους κατά τις μεταφορές, ώστε να μην γλιστράνε. (Εξάλλου, μέχρι τη δεκαετία του ’60 όλες σχεδόν οι μετακινήσεις, εργασίες κλπ. γίνονταν με ζώα). Το πετάλωμα ή καλίγωμα, από τον αυτοδίδακτο πεταλωτή, γίνονταν κάθε τρεις ή έξι μήνες. Έδενε το ζώο και με την τανάλια έβγαζε τα παλιά πέταλα, έκοβε με το μαχαίρι το νύχι που περίσσευε και το καθάριζε. Ζέσταινε τα πέταλα και τα κάρφωνε προσέχοντας ώστε το καρφί να μπει στο ξερό μέρος του ποδιού για να μην πληγωθεί το ζώο. Τα καρφιά αυτά είχαν μεγάλο κεφάλι έτσι ώστε να προεξέχουν από την πατούσα του ζώου και να μη γλιστράει. Τα πέταλα ήταν σε διάφορα μεγέθη και τα κατασκεύαζαν από σίδερο. Το πετάλωμα γινόταν και στα τέσσερα πόδια του ζώου. Τα πέταλα ήταν σιδερένια και κατασκευάζονταν χειροποίητα στο αμόνι, ενώ οι τεχνίτες που τα έφτιαχναν αναλάμβαναν ταυτόχρονα και το πετάλωμα των ζώων, που απαιτούσε μεγάλη εμπειρία και δεξιοτεχνία. Οι πεταλωτές συχνά ασκούσαν παράλληλα και το επάγγελμα του σιδερά, ενώ κάποιοι από αυτούς ήταν και πρακτικοί “κτηνίατροι” ή αναλάμβαναν και τον ευνουχισμό (μουνούχισμα) των ζώων. Ο τελευταίος εκπρόσωπος ατής της τέχνης στη Μερόπη ήταν ο Μήτσος ο Τάρνας.
Βαρελάς: Ήταν τεχνίτης, ειδικός στην κατασκευή βαρελόσχημων και σκαφοειδών σκευών, που τα κατασκεύαζαν από ξύλο βελανιδιάς, καρυδιάς, καστανιάς ή δρυός. Το ξύλο περνούσε από ειδική επεξεργασία και μετά το έκοβαν σε λεπτές σανίδες, που βρέχανε για να παίρνουν εύκολα την κατάλληλη κλίση. Κατόπιν περνούσαν τα σιδερένια στεφάνια, τα χτυπούσαν με το ματσακόνι για να σφίξουν καλά και μετά τοποθετούσαν τους δυο επίπεδους πυθμένες. Ο Κώστας Τσίτσας ήταν ο βαρελάς του χωριού μας.
Γανωτής (Καλαντζής): Τα παλιά μπακιρένια οικιακά σκεύη (ταψιά, καζάνια, κουτάλια, πιρούνια κλπ.), με τον καιρό οξειδώνονταν και έπρεπε να γανωθούν, να περαστεί δηλαδή η επιφάνειά τους με ειδικό μέταλλο (καλάι – κασσίτερος). Έτσι προστατεύονταν από τα δηλητηριώδη οξείδια του χαλκού. Η διαδικασία αυτή παλιά γίνονταν από ειδικούς τεχνίτες, συνήθως γυρολόγους, τους γανωτήδες. Είχαν μαζί τους τα απαραίτητα εργαλεία και έκαναν τη δουλειά τους επί τόπου, ενώ παλιότερα η πληρωμή τους ήταν σε είδος (αυγά, καλαμπόκι, σιτάρι). Αφού καθάριζαν καλά τα σκεύη, άλειφαν το εσωτερικό τους με σπίρτο και το τρίβανε με κουρασάνι (=τριμμένο κεραμίδι). Μετά κράταγαν το σκεύος με την τσιμπίδα πάνω από τη φωτιά και έριχναν μέσα το νησιαντήρι (=χλωριούχο αμμώνιο), για να στρώσει καλύτερα το καλάι πάνω στο χάλκωμα. Αφού το σκούπιζαν καλά, άπλωναν το λιωμένο καλάι σ’ όλη την επιφάνεια του σκεύους μ’ ένα χοντρό βαμβακερό ύφασμα… Στο τέλος το σκούπιζαν με καθαρό βαμβάκι για να γυαλίσει. Γανωτήδες στη Μερόπη είχαμε τον Αλέξη Κούρτη κι αργότερα τον Λευτέρη Ζώη.
Δερματέμπορας: Αγόραζε δέρματα (τομάρια) από σφαγμένα ζώα. Τα παραλάμβανε στο μαγαζί του ή πήγαινε ο ίδιος στα χωριά και τα μετέφερε. Στη συνέχεια τα καθάριζε, τα αλάτιζε με χοντρό αλάτι και μετά τα τέντωνε, τοποθετώντας ενδιάμεσα ξύλα, για να ξεραθούν και να μη σαπίσουν ή βρωμίσουν. Όταν συγκέντρωνε μια σημαντική ποσότητα τα πήγαινε στον έμπορα, ο οποίος τα προωθούσε στο εργοστάσιο επεξεργασίας δερμάτων, το βυρσοδεψείο. Από τα ακατέργαστα δέρματα, πολλά τα χρησιμοποιούσαν για μικρά χαλιά, άλλα τα έκαναν τσαρούχια (που αν ήταν από γουρούνια τα έλεγαν γουρνοτσάρουχα) ή παπούτσια, ενώ άλλα τα έκαναν τύμπανα κλπ.
Καρεκλάς: Με τη χρησιμοποίηση ξύλων από πλάτανο ή από άλλα δέντρα και με τη βοήθεια σχοινιών ή καλαμιών, ο καρεκλάς δημιουργούσε τις καρέκλες που ήταν δυο ειδών. Οι συνηθισμένες με κάθισμα και πλάτη πίσω και τα καρεκλάκια.
Σαμαράς (σαμαρτζής): Παλιότερα η μεταφορά ανθρώπων και προϊόντων γίνονταν σχεδόν αποκλειστικά με τα ζώα. Το γαϊδούρι και το μουλάρι ήταν τα πιο διαδεδομένα μέσα μεταφοράς. Ο σαμαράς κατασκεύαζε τον απαραίτητο εξοπλισμό που απαιτούνταν για να προσφέρει το ζώο τις υπηρεσίες του στο αφεντικό του. Αυτό ήταν το σαμάρι, που κατασκεύαζε με επεξεργασμένα σανίδια πλάτανου, που σκάλιζε και έδινε σχήμα ανάλογο με το σώμα του ζώου. Στις αγροτικές εργασίες και γενικότερα στις καθημερινές δραστηριότητες το σαμάρι των ζώων ήταν απλά, με ξύλινο σκελετό και εσωτερική επένδυση από δέρμα ή αρνόμαλλο. Έπαιρνε γι’ αυτό μέτρα από το ζώο και αφού έκανε το σκελετό κατασκεύαζε με σαμαροσκούτι ένα σάκο γεμάτο άχυρα που τοποθετούσε στο κάτω μέρος του σαμαριού για να μην πληγώνεται το φορεμένο ζώο. Το σαμάρι στερεώνονταν στην πλάτη του ζώου με λουρίδες από χοντρό και σκληρό δέρμα που έραβε με τη σαμαροβελόνα σ’ αυτό. Οι λουρίδες άρχιζαν από το σαμάρι πήγαιναν στην περιφέρεια του ζώου και έσμιγαν ξανά στην άλλη πλευρά του σαμαριού. Η κατοζώστρα ή σφίχτρα έζωνε το σαμάρι κάτω από την κοιλιά. Ακόμα έφτιαχναν και την καπιστράνα (καπίστρι) από δερμάτινες λουρίδες, που προσαρμόζονταν στο κεφάλι του ζώου, για να κρατάει το σχοινί που το έσερνε ο ιδιοκτήτης του. Σαμάρια στη Μερόπη έφτιαχναν ο Μήτσος Τάρνας και ο Τσίτσας Κώστας.
Τσαγκάρης: Σήμερα όταν λέμε τσαγκάρη, εννοούμε τον τεχνίτη που επιδιορθώνει τα παπούτσια. Παλιότερα όμως, ο τσαγκάρης τα έφτιαχνε ο ίδιος από την αρχή μετά από παραγγελίες. Η κατασκευή ήταν χειροποίητη, αφού τα πάντα ήταν ραφτά ή καρφωτά. Έπαιρναν τη στάμπα του πέλματος του πελάτη, έφτιαχναν πρώτα το πάνω μέρος και ύστερα έκοβαν τη σόλα. Χρησιμοποιούσαν λεπίδια, φαλτσέτες, σουφλιά, βελόνες, κερωμένους σπάγκους, σφυριά και κυρίως τα καλαπόδια. Για να κρατήσουν περισσότερο οι σόλες έβαζαν μικρά πεταλάκια και καρφιά. Παλιά, τσαρούχια φόραγαν άνδρες και γυναίκες, που τα αγόραζαν ή τα κατασκεύαζαν μόνοι τους, όπως ήταν τα καθημερινά “γουρουνοτσάρουχα”. Ο πιο μεγάλος κίνδυνος για τα γουρνοτσάρουχα ήταν τα σκυλιά. “Όπου τα έβρισκαν, τους άλλαζαν τον αδόξαστο”. Εξαιρετικό υποδηματοποιό στο χωριό είχαμε τον μαστρογιώργη τον Τσίρο. Tελευταίος τσαγκάρης ήταν ο Χρήστος Μπάρλας.
Χανιτζήδες: Χανιτζήδες ονομάζονταν οι ιδιοκτήτες πανδοχείων που ονομάζονταν “χάνια” (από την περσική λέξη “χαν” που σημαίνει ξενώνας). Τα χάνια εξυπηρετούσαν τους ταξιδιώτες, παρέχοντας στέγη στους ίδιους και στα ζώα τους. Όλα είχαν αυλή όπου άραζαν οι αραμπάδες, σταύλους για την παραμονή των ζώων, καθώς και δωμάτια για την διανυκτέρευση των ταξιδιωτών. Παράλληλα διέθεταν χώρους για τις συναθροίσεις και τις αγοραπωλησίες. Ξακουστά χάνια στη περιοχή μας ήταν το χάνι στη Τσακώνα αλλά και στην Αλλαγή.
Καροποιός: Οι καροποιοί ήταν κατασκευαστές και επισκευαστές κάρων – αμαξών. Η καροποιεία ήταν ακμάζουσα προπολεμικά στην περιοχή μας, αφού η διακίνηση όλων των προϊόντων και πολλές γεωργικές εργασίες γινόντουσαν με κάρα. Στα 1930 είχαμε πέντε καροποιούς, ήταν οι Γιαννακόπουλος Δημήτρης, Κονταξής Κώστας ή Πούλος, Χαντζάρας Νίκος, Γεωργιόπουλος Σταύρος ή Καραμπέτσος και Αδαμόπουλος Τάσης.
Καραγωγός: Οι Καραγωγοί ήταν οι ιδιοκτήτες – οδηγοί των δημοσίας χρήσεως κάρων. Εκεί που είχε ιδιαίτερο χρώμα η δουλειά, η κίνηση και η παρουσία των κάρων ήταν το καλοκαίρι που μετέφεραν αδιάκοπα τα προϊόντα του τόπου στη Καλαμάτα. Κι επειδή το ταξίδι ήταν μακρινό, κουραστικό και συχνά με κινδύνους, πήγαιναν πολλοί μαζί. Ολόκληρες φάλαγγες τραβούσαν μέσα σε κακούς και γεμάτους λακκούβες δρόμους. Όταν έπαιρναν το δρόμο του γυρισμού κατάκοποι, όσοι δεν είχαν μεγάλο φορτίο για το χωριό (αλεύρια, μακαρόνια, μπακαλιάρους κλπ), κοιμόντουσαν πάνω στο κάρο και μόνο η «πίστη» και η φρονιμάδα του αλόγου τους, τους έφερνε ασφαλείς στο σπίτι τους. Ο πλέον ξακουστός καραγωγός στην περιοχή μας στα 1910 – 1930 ήταν ο Γιάννης Μπαλτουμάς «καραγιάννης» από τη Μερόπη.

Πηγή: blogspot  ΜΕΡΟΠΗ ΜΕΣΣΗΝΙΑΣ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *